- γκριμάτσα
- η гримаса;
κάνω γκριμάτσες — делать гримасы, гримасничать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάνω γκριμάτσες — делать гримасы, гримасничать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκριμάτσα — και γριμάτσα, η στιγμιαία παραμόρφωση τής συνηθισμένης έκφρασης τού προσώπου, μορφασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. grimazza (πρβλ. αγγλ. και γαλλ. grimace, αρχ. ισπ. grimazo)] … Dictionary of Greek
γκριμάτσα — η (λ. ιταλ.), σύσπαση των μυών του προσώπου, μορφασμός: Το μωρό έκλαιγε, και έκανα αστείες γκριμάτσες για να το διασκεδάσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μορφασμός — ο (Α μορφασμός) [μορφάζω] νεοελλ. η ενέργεια τού μορφάζω, σύσπαση τών μυών τού προσώπου, γκριμάτσα, στραβομουτσούνιασμα αρχ. 1. κίνηση τών χεριών, χειρονομία 2. είδος κωμικού χορού, κατά τον οποίο ο χορευτής μιμούνταν κάθε είδους ζώα … Dictionary of Greek
μωκία — μωκία, ἡ (ΑΜ) [μωκός] χλευασμός με μορφασμό προσώπου, κοροϊδευτική γκριμάτσα … Dictionary of Greek
γριμάτσα — η βλ. γκριμάτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μορφάζω — μόρφασα, συσπώ τους μυς του προσώπου για να εκφράσω δυσάρεστο συναίσθημα, κάνω γκριμάτσα, στραβομουτσουνιάζω: Μόρφασε για να δείξει τη δυσαρέσκειά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μορφασμός — ο σύσπαση του προσώπου, η γκριμάτσα, το στραβομουτσούνιασμα: Κατάλαβα ότι δεν του άρεσε το δώρο μου γιατί μόλις το άνοιξε έκανε ένα μορφασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)